- ὁδοιπλανής
- ὁδοι-πλανής, ές, umherirrend auf den Straßen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
οδοιπλανής — ὁδοιπλανής, ές (Μ) (ποιητ. τ.) αυτός που περιπλανάται εδώ και εκεί, ο περιφερόμενος στους δρόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδοῖ, τοπική τού ουσ. ὁδός + πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. νυκτι πλανής. Η χρησιμοποίηση τής τοπικής πτώσης αντί τής ονομαστικής στο… … Dictionary of Greek
ὁδοιπλανέες — ὁδοιπλανής roaming masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
ὁδοιπλανέων — ὁδοιπλανέω roam about pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) ὁδοιπλανής roaming masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)